Είδες το κορίτσι που κατέβαινε τη Βασ.Σοφίας με την Athens Voice και τα δυο γιασεμάκια στο χέρι; Κορίτσι ήταν˙ κι ας νόμιζαν εκείνοι. Τα γιασεμάκια τά 'κοψε από 'να κήπο διπλανό. Τι την τράβηξε; Είχε κι εκείνη στο δικό της κήπο. Η απαγορευμένη οικειότητα της κέντριζε το ενδιαφέρον πάντα. Τα γιασεμιά όμως δεν ανήκαν.
Ούτε και κείνη.
Τα χέρια που κρατούσαν ενωμένα τα δύο άνθη μύριζαν χλωρίνη. Δεν ήξερε αλήθεια γιατί να είναι κατάλευκος ο νιπτήρας και τα δάχτυλά της να μυρίζουν χλωρίνη. Εκείνος που τον ήθελε έτσι είχε από καιρό γίνει αρκετά φίλος ώστε να μην του κάνει όλα τα χατίρια.
Σκεφτόταν καθώς κατέβαινε το δρόμο με τις ιτιές γιατί δεν μπορούσε πουθενά να μιλήσει για όλα τα άσπεκτς όσων σκεφτόταν (μην της την πεις για το "άσπεκτς" τώρα, άκου). Γιατί το ένα δεν μπορούσε να το πει, το δεύτερο δε θα ήταν ικανή να το μεταδώσει, και το τρίτο απλά δεν ήταν αρκετό.
Αμφιταλαντευόταν την ώρα εκείνη ανάμεσα στην ανάγκη να συνοδεύσει μουσικά τον περίπατο και να μοιραστεί με αγαπημένες φωνές τα νέα της κάθε πλευράς. Πήρε τηλέφωνο, να ξεχρεώσει κιόλας. Μίλησε και με κείνη, τη μόνη (τότε το συνειδητοποίησε) που δεν την έκρινε ποτέ.
Μα η ολότητα είναι το κορίτσι, οι πλευρές δεν είναι. Την ολότητά της ποιος τη σήκωνε;
Στάθηκε στο πλάι της Βουλής και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι πάνω από τα φωτισμένα κτίρια. Όχι; Δεν ήταν όμορφη η Αθήνα; Τότε γιατί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια; Τι μιλούσε κι εκείνη˙ εκείνη όλα όμορφα τά 'βρισκε, πάντα. Δεν ήξερε άλλωστε τι συμβαίνει στον κόσμο και την τηλεόραση δεν την άνοιγε ποτέ˙ προφασιζόταν την έλλειψη χρόνου μα άλλη ήταν η αιτία. Μέσα σ'ένα άσπεκτ κι αυτή κρυμμένη. (Είπαμε, ήταν μόνο ένα κορίτσι.)
Ναι˙ μπαλάντες άκουγε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν και τέτοιες ώρες. Άλλες από αυτές που η Καραΐνδρου της κρατούσε παρέα και φώναζε μια ψυχή πως είναι για να «το παίζει» διαφορετική. Κι ας την αγαπούσε (και πολύ, και το ήξερε εκείνη), ένα άσπεκτ εδώ το έχανε γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να του το εξηγήσει, κι αυτό πόναγε. Έπαιρνε βαθιά ανάσα όμως. “Πάλι τα νεκρόφιλα;” θα’λεγαν οι τρεις. “Emo!”, θά 'λεγε κείνος γελώντας, όχι μακριά από το να της κακιώσει, και απίστευτα μακριά της εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελε συναισθηματισμούς.
Μα δεν ήταν συναισθηματισμός. Ή ήταν; Τη σχέση της με τη μουσική προσπάθησε πολλές φορές να την αλλάξει, μην ξέροντας πάντως αν ήθελε. Την κρατούσε αιχμάλωτη η μουσική και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Σκέφτηκε εκείνον που ήταν το “alter ego” της σ’αυτό. Βουτούσανε μαζί στα ίδια τραγούδια και βρέχονταν για τα καλά και γουστάρανε. Ήταν ο μόνος. Κάνανε και τις ίδιες φρικαλέες σκέψεις γελώντας. Πνίγονταν στους ίδιους μελοδραματισμούς. “Θα πεις στον αέρα ποια είναι η αγαπημένη σου; Εε; Εκείνη με το όνομα της σχολής της;”
Είχε κλείσει χρόνο αυτό κι ακόμα το λέγαν. Της πρώτης μέρας, στα Εξάρχεια, ήταν.
Μελοδραματισμός... Το έ(εε)να της aspect.
“Μα είμαι δίπλα σου καθώς βραδιάζει…”, διέκοψες τις σκέψεις της εσύ, ο άλλος.
Χωρίς συνέπεια, ρε, όμως. Κι εσύ ξέχασες ότι μερικά πράγματα όταν αλλάξουν, τέλος. Όταν περάσεις στην άλλη πλευρά... Δε φταις εσύ, δε θα ήταν πάντα έτσι... κι ας περίμενε εκείνη να την περάσει αλώβητη τη μετάβαση.
Ούτε κείνη όμως έφταιγε, ξέρεις (ξέρεις;). Κείνη είχε ανοίξει τα παντζούρια το μεσημέρι μόλις γύρισε μα πριν προλάβει να μπει λίγο φως, σκοτείνιασε. Χειμερινή ώρα βλέπεις...
Συνάντησε ένα αγόρι στα σκαλιά της βουλής και κάθισε δίπλα. Απλά, όπως οι σχέσεις των ανθρώπων, είπε εκείνος. Δεν τον ήξερε, αλλά του χάρισε ένα άσπεκτ, όντας αναποφάσιστη για το αν θα το ήθελε και σίγουρη για το ότι οι σχέσεις δεν είναι, δεν είναι, καθόλου απλές, γιατί δεν τις αφήσαμε.
“Ξέρεις, είμαι λίγο μελαγχολική σήμερα...”
Δεν την είχε ρωτήσει. Ίσως να τό 'δε στα μάτια της, ίσως. Αν πρόσεχε τα μάτια.
Τίποτα παραπάνω.
Το γιασεμάκι τελικά -το ένα- το έβαλε σε ένα σπιρτόκουτο, το άλλο κάπου χάθηκε.
Ίσως τελικά, τα πάντα να ήταν μοναδικά. Εκείνη γιατί πίστευε πως μπορούσε να συντηρήσει πολλαπλά άσπεκτς με συνέπεια;
Θα τη μισούσε κάποτε. Θα τη ρωτούσε λίγο αργότερα αν θα πάθαινε τίποτα χωρίς αυτόν στη ζωή της.
Τίποτα. Δε δενόταν με ανθρώπους άλλωστε κείνη. Κείνο, το κορίτσι. Mόνη τά 'βγαζε πέρα... Προσποιούταν κάποτε την εξάρτηση που είχαν ανάγκη οι άλλοι.
Άρχισε να του λέει για τη ζωή στον κύκλο. Και για τα συσσίτια. Τό 'λεγε συχνά αυτό χωρίς πραγματικά να πιστεύει ότι θα το κάνει. Στον κύκλο όμως πίστευε...
Ο “μην είσαι emo…” δε θα καταλάβαινε ποτέ πως η μελαγχολία στο βλέμμα της δεν είναι αχαριστία αλλά προσευχή. Το alter ego της μικρής διαφοράς, το λόγο που κάποια πράγματα δε θα τα μάθαινε ποτέ, όπως ούτε κι εκείνη, κι ας τα ήξερε ήδη ασυνείδητα. Το αγόρι της βουλής, το κείμενο που την τρόμαξε και τι σήμαινε η απαράδεκτη ατάκα. Εκείνος που το καλοκαίρι ήταν τόσο δίπλα της, γιατί δε θα ξαναπαντούσε ποτέ στο email εκείνο το πρωινό. Οι τρεις, γιατί δεν υπάκουε και δε χαμήλωνε τη μουσική της.
Και κείνη, δεν ήθελε να τη ρωτήσει κανένας τους.
Γιατί τελικά την ολότητά της (δεν ήξερε), ποιος μπορούσε να τη σηκώσει;