16.3.08

Εκτός


Ένα "γιατί" και ένα "πότε". Και ένα "θα" ενίοτε αλλά κυρίως το γιατί και το πότε. Γιατί-πότε. Γιατί-πότε. Γιατί ποτέ; Κλείσε το παράθυρο να μπει ο ήλιος. Κλείσε, να μπει ο ήλιος. Κλείσε το παράθυρο να μπει. Κλείσε το παράθυρο. Για να μπει ο ήλιος κλείσε το παράθυρο. Κλείσε το παράθυρο, για να μπει ο ήλιος.

Μα τι λες;

Έξω κρεμασμένα κάτι βρεμμένα ερωτηματικά να λιάζονται ώσπου να στεγνώσουν και να φύγουν.

Να φύγουν;

Ξαναπές το μου, δεν το έχω καταλάβει.
Ξανά.

Εκνευρίζομαι. Πέφτω στην παγίδα να σκέφτομαι γιατί δεν έχεις μάθει να δίνεις. Ντρέπομαι. Μην το δεις. Σιχαίνομαι. Ήταν μόνο για λίγο.
Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι υστερώ σ'αυτό.

Ξεχνιέμαι απλά, ενώ δε θά'πρεπε. Εκτός σου.

7.3.08

507



Τα λάτρευα τα τρένα, από μικρή.

Ίσως γιατί η γραμμή τους συνέδεε πάντα αυτό που είχα με αυτό που ποθούσα και μου έλειπε(*): Σα φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, σε κάθε ευκαιρία έπαιρνα το τρένο και κατέβαινα στην πρωτεύουσα - ζώντας τώρα εδώ το τρένο είναι πάλι που με οδηγεί πίσω.

Ίσως.

Ίσως όμως και γιατί ορισμένα σημεία τους μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από ταινία, και νιώθεις σαν όλους να τους γνωρίζεις γιατί τους έχεις δει τότε, εκεί, στην ταινία, κι ας μη σε ξέρουν αυτοί. Τους ξέρεις εσύ όλους και φτάνει. Όπως το μπαρ στην αμαξοστοιχία που με πήρε μαζί της στην ανηφόρα για βορρά πριν λίγες μέρες, μουντό, ανήλιαγο, περίεργο. Πότε δεν κατάλαβα τι μου άρεσε τόσο σ'αυτό το underground. -Σαν την τουαλέτα των παλιών αμαξοστοιχιών. Παλιά, σουρεάλ, απίστευτη (στην αρχή του ταξιδιού...). Ακόμα ψάχνω έναν άνθρωπο να συμφωνεί στην εμμονή μου, αμφιβάλλω αν θα τον βρω.-

Ίσως και για τον κόσμο που έχω συναντήσει σ' αυτό. Γι'αυτή την κοπέλα ή το κοπέλι που τύχαινε να πάρει εισιτήριο που οδηγούσε στη διπλανή θέση, που πάντα κοιτούσε και χαμογελούσε αμήχανα και πάντα μιλούσαμε μετά την πρώτη επίσκεψη στο κυλικείο σαν να ήταν προαποφασισμένο, που έπαιρνε παραμάσχαλα φεύγοντας τη φετούλα αυτή της τομής μου τη λεπτή λεπτή αλλά πέρα ως πέρα που είχε καταφέρει να ξεσηκώσει, με το αμήχανο χαμόγελο ξανά και το "ελπίζω να τα ξαναπούμε", ξέροντας πως δε θα γίνει, πως η φετούλα πάει έφυγε, για τη φρασούλα "στο χέρι μας είναι" στο μυαλό και των δυό, πολύ τολμηρή τις περισσότερες φορές ώστε να ειπωθεί (κάποτε λέγεται), γιατί μετά το τρένο και λίγο πριν τον αποχωρισμό είμαστε πια ξένοι, έχει φύγει αυτό που μας ένωνε, ένα νουμεράκι στο εισιτήριο. Για την ίδια κάθε φορά σκέψη πως αν δεν έχω ακόμα μάθει γιατί μπαίνουν στη ζωή μας κάποιοι άνθρωποι για μέρες ή για μήνες, θα έχει άραγε νόημα να αναρωτηθώ για τους συγκατοίκους των μερικών ωρών;

Ίσως ακόμα και για το λατρεμένο τσουκ τσουκ τσουκ πάνω στις γραμμές.

Άσχετο.

Θέλω να πάω στο φοιτητικό μου σπίτι.

Όχι το δικό μου (ποιο φοιτητικό;), εκείνο το άδειο με τους λευκούς τοίχους που αντιπροσωπεύει τα φοιτητικά μου χρόνια. Να βάλουμε μουσική δυνατά, αρκετά δυνατά, όχι πολύ δυνατά, με ανοιχτές μπαλκονόπορτες να ακούγεται σαν βουητό δίπλα, αλλά η μουσική να'ναι ήρεμη, κι όχι ψαγμένη, να, αυτά τα τραγούδια που ακούμε πάντα, αυτά που τραγουδάγαμε πάντα στην παραλία με την κιθάρα, που τα έχουμε ακούσει τόσο που τα έχουμε βαρεθεί, αυτά που έχουν γίνει δεύτερη φύση μας. Και να μιλάμε για εκείνα τα όνειρα που τότε τα είχαμε με την υποψία πως είναι όνειρα, και τώρα που σιγουρευτήκαμε δεν τα έχουμε πια.

Ναι ξέρω, είχα πει πως θα κοιμηθώ 22.00 σήμερα.


(* Πάντα κάτι μου έλειπε. Αυτό το ανικανοποίητο άλλοτε το θεωρούσα προτέρημα κι άλλοτε δυστυχία. Στη φάση αυτή το θεωρώ ευλογία.)