7.11.08

Ρέστα


Είδες το κορίτσι που κατέβαινε τη Βασ.Σοφίας με την Athens Voice και τα δυο γιασεμάκια στο χέρι; Κορίτσι ήταν˙ κι ας νόμιζαν εκείνοι. Τα γιασεμάκια τά 'κοψε από 'να κήπο διπλανό. Τι την τράβηξε; Είχε κι εκείνη στο δικό της κήπο. Η απαγορευμένη οικειότητα της κέντριζε το ενδιαφέρον πάντα. Τα γιασεμιά όμως δεν ανήκαν.


Ούτε και κείνη.

Τα χέρια που κρατούσαν ενωμένα τα δύο άνθη μύριζαν χλωρίνη. Δεν ήξερε αλήθεια γιατί να είναι κατάλευκος ο νιπτήρας και τα δάχτυλά της να μυρίζουν χλωρίνη. Εκείνος που τον ήθελε έτσι είχε από καιρό γίνει αρκετά φίλος ώστε να μην του κάνει όλα τα χατίρια.

Σκεφτόταν καθώς κατέβαινε το δρόμο με τις ιτιές γιατί δεν μπορούσε πουθενά να μιλήσει για όλα τα άσπεκτς όσων σκεφτόταν (μην της την πεις για το "άσπεκτς" τώρα, άκου). Γιατί το ένα δεν μπορούσε να το πει, το δεύτερο δε θα ήταν ικανή να το μεταδώσει, και το τρίτο απλά δεν ήταν αρκετό.

Αμφιταλαντευόταν την ώρα εκείνη ανάμεσα στην ανάγκη να συνοδεύσει μουσικά τον περίπατο και να μοιραστεί με αγαπημένες φωνές τα νέα της κάθε πλευράς. Πήρε τηλέφωνο, να ξεχρεώσει κιόλας. Μίλησε και με κείνη, τη μόνη (τότε το συνειδητοποίησε) που δεν την έκρινε ποτέ.

Μα η ολότητα είναι το κορίτσι, οι πλευρές δεν είναι. Την ολότητά της ποιος τη σήκωνε;

Στάθηκε στο πλάι της Βουλής και κοίταξε ψηλά το φεγγάρι πάνω από τα φωτισμένα κτίρια. Όχι; Δεν ήταν όμορφη η Αθήνα; Τότε γιατί δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια; Τι μιλούσε κι εκείνη˙ εκείνη όλα όμορφα τά 'βρισκε, πάντα. Δεν ήξερε άλλωστε τι συμβαίνει στον κόσμο και την τηλεόραση δεν την άνοιγε ποτέ˙ προφασιζόταν την έλλειψη χρόνου μα άλλη ήταν η αιτία. Μέσα σ'ένα άσπεκτ κι αυτή κρυμμένη. (Είπαμε, ήταν μόνο ένα κορίτσι.)

Ναι
˙ μπαλάντες άκουγε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν και τέτοιες ώρες. Άλλες από αυτές που η Καραΐνδρου της κρατούσε παρέα και φώναζε μια ψυχή πως είναι για να «το παίζει» διαφορετική. Κι ας την αγαπούσε (και πολύ, και το ήξερε εκείνη), ένα άσπεκτ εδώ το έχανε γιατί δε θα μπορούσε ποτέ να του το εξηγήσει, κι αυτό πόναγε. Έπαιρνε βαθιά ανάσα όμως. “Πάλι τα νεκρόφιλα;” θα’λεγαν οι τρεις. “Emo!”, θά 'λεγε κείνος γελώντας, όχι μακριά από το να της κακιώσει, και απίστευτα μακριά της εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελε συναισθηματισμούς.

Μα δεν ήταν συναισθηματισμός. Ή ήταν; Τη σχέση της με τη μουσική προσπάθησε πολλές φορές να την αλλάξει, μην ξέροντας πάντως αν ήθελε. Την κρατούσε αιχμάλωτη η μουσική και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Σκέφτηκε εκείνον που ήταν το “alter ego” της σ’αυτό. Βουτούσανε μαζί στα ίδια τραγούδια και βρέχονταν για τα καλά και γουστάρανε. Ήταν ο μόνος. Κάνανε και τις ίδιες φρικαλέες σκέψεις γελώντας. Πνίγονταν στους ίδιους μελοδραματισμούς. “Θα πεις στον αέρα ποια είναι η αγαπημένη σου; Εε; Εκείνη με το όνομα της σχολής της;”
Είχε κλείσει χρόνο αυτό κι ακόμα το λέγαν. Της πρώτης μέρας, στα Εξάρχεια, ήταν.

Μελοδραματισμός... Το έ(εε)να της aspect.
“Μα είμαι δίπλα σου καθώς βραδιάζει…”, διέκοψες τις σκέψεις της εσύ, ο άλλος.
Χωρίς συνέπεια, ρε, όμως. Κι εσύ ξέχασες ότι μερικά πράγματα όταν αλλάξουν, τέλος. Όταν περάσεις στην άλλη πλευρά... Δε φταις εσύ, δε θα ήταν πάντα έτσι... κι ας περίμενε εκείνη να την περάσει αλώβητη τη μετάβαση.

Ούτε κείνη όμως έφταιγε, ξέρεις (ξέρεις;). Κείνη είχε ανοίξει τα παντζούρια το μεσημέρι μόλις γύρισε μα πριν προλάβει να μπει λίγο φως, σκοτείνιασε. Χειμερινή ώρα βλέπεις...

Συνάντησε ένα αγόρι στα σκαλιά της βουλής και κάθισε δίπλα. Απλά, όπως οι σχέσεις των ανθρώπων, είπε εκείνος. Δεν τον ήξερε, αλλά του χάρισε ένα άσπεκτ, όντας αναποφάσιστη για το αν θα το ήθελε και σίγουρη για το ότι οι σχέσεις δεν είναι, δεν είναι, καθόλου απλές, γιατί δεν τις αφήσαμε.
“Ξέρεις, είμαι λίγο μελαγχολική σήμερα...”
Δεν την είχε ρωτήσει. Ίσως να τό 'δε στα μάτια της, ίσως. Αν πρόσεχε τα μάτια.

Τίποτα παραπάνω.
Το γιασεμάκι τελικά -το ένα- το έβαλε σε ένα σπιρτόκουτο, το άλλο κάπου χάθηκε.

Ίσως τελικά, τα πάντα να ήταν μοναδικά. Εκείνη γιατί πίστευε πως μπορούσε να συντηρήσει πολλαπλά άσπεκτς με συνέπεια;
Θα τη μισούσε κάποτε. Θα τη ρωτούσε λίγο αργότερα αν θα πάθαινε τίποτα χωρίς αυτόν στη ζωή της.
Τίποτα. Δε δενόταν με ανθρώπους άλλωστε κείνη. Κείνο, το κορίτσι. Mόνη τά 'βγαζε πέρα... Προσποιούταν κάποτε την εξάρτηση που είχαν ανάγκη οι άλλοι.
Άρχισε να του λέει για τη ζωή στον κύκλο. Και για τα συσσίτια. Τό 'λεγε συχνά αυτό χωρίς πραγματικά να πιστεύει ότι θα το κάνει. Στον κύκλο όμως πίστευε...

Ο “μην είσαι emo…” δε θα καταλάβαινε ποτέ πως η μελαγχολία στο βλέμμα της δεν είναι αχαριστία αλλά προσευχή. Το alter ego της μικρής διαφοράς, το λόγο που κάποια πράγματα δε θα τα μάθαινε ποτέ, όπως ούτε κι εκείνη, κι ας τα ήξερε ήδη ασυνείδητα. Το αγόρι της βουλής, το κείμενο που την τρόμαξε και τι σήμαινε η απαράδεκτη ατάκα. Εκείνος που το καλοκαίρι ήταν τόσο δίπλα της, γιατί δε θα ξαναπαντούσε ποτέ στο email εκείνο το πρωινό. Οι τρεις, γιατί δεν υπάκουε και δε χαμήλωνε τη μουσική της.
Και κείνη, δεν ήθελε να τη ρωτήσει κανένας τους.

Γιατί τελικά την ολότητά της (δεν ήξερε), ποιος μπορούσε να τη σηκώσει;

6.10.08

Κυματομορφή

Με ρωτάω και πάλι τι διάλεξα και κομπιάζω. Τελικά φοβάμαι τα maxima όπως και τα minima. Και είναι όμορφο. Ναι, η βασική συχνότητα είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον ήχο. Το χρώμα όμως; Η απαλότητα, η γλυκήτητα, η ευκρίνεια; Αυτά δεν είναι κρυμμένα μέσα; Μέσα στις μικρές γραμμούλες του σπεκτρογράμματος που η βιασύνη μας κάνει να τις αγνοούμε;

30.8.08

Au jour de la pluie


Έπεισες τον εαυτό σου τόσο πολύ πως πρέπει να τη ζεις την κάθε στιγμή που αρνείσαι να δώσεις δεκαπέντε εικοσιτετράωρα δεμένα από τώρα σε κάτι που θα σε κάνει να ξεχνάς ότι ζεις, κι ας είναι ιερός ο σκοπός. Φταίει αυτό ή η υπέρμετρη αισιοδοξία σου λόγω πρότερης εμπειρίας;

Όπως και να'χει, ας μην έρθει το φθινόπωρο μέσα σ'αυτά τα εικοσιτετράωρα και να είσαι αλλού. Να μην. Να μην. Να μην.
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού ως τις 15.

15.8.08

Backwards



Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό. Και το παντζούρι. Θέλω να μυρίζω τα πεύκα, να ακούω τα τζιτζίκια και να βλέπω τ'αστέρια.
"Κλείσε τη σίτα! Θα μπουν κουνούπια..."
Θα κλείσω το παράθυρο.

"Μα θα ζεσταθείς!"
Θέλω να χαζεύω τα αστέρια.
Η γιαγιά μου λέει: Στο ύπνο σου μωρέ;
Αμέ, στο ύπνο μου. Να τα αισθάνομαι να μου χαϊδεύουν το κεφάλι πριν βυθιστώ στα δικά μου αστεράκια...
"Θα σε ξυπνήσει το φως.."
Και θα σηκωθώ τότε (-που δε θά'χει αστεράκια-αυτό δεν το λέω-κοριτσάκι ήταν η γιαγιά στην κατοχή-) και θα το κλείσω...
"Θα μπορέσεις να ξανακοιμηθείς;"
Σαφώς.
Ο παππούς τραβά την πολυθρόνα από το παράθυρο δίπλα, στην άλλη άκρη του δωματίου.
"Μην ανεβείς προσπαθώντας να γυρίσεις τα στηρίγματα..."
Χαμογελάω. Ήταν το κλασικό του πάντα. "Ένα παιδάκι..." Εκνευριζόμουν. Τα "παιδάκια" τα είχαν κάνει και πάθει όλα πριν από μένα. Είχαν γλιστρήσει τρέχοντας στην κατηφόρα με το ποδήλατο, είχαν πέσει πηδώντας από το παράθυρο στην αυλή, τους είχε κλειστεί το χεράκι στην πόρτα του ασανσέρ και στην πόρτα του αυτοκινήτου...

***

Η Κ. λέει στο msn ότι βρήκε ένα μπλοκάκι. Εύχομαι σε ένα χρόνο από τώρα να μπορούμε να συζητάμε κι όχι πια να αναπτύσσουμε τους παράλληλους μονολόγους μας... Εγώ τα έγραφα αυτά. Ημερομηνία: 26.09.04. Πόσα χρόνια πίσω; Τέσσερα; Ακόμα στους μονολόγους είμαστε. Μας ενοχλεί αυτό, Κ.; Ότι μπορούν να είναι παράλληλοι αξίζει, κι ας μη συναντιούνται... και κάτι ακόμα. Μη φοβάσαι, δεν μεγαλώσαμε αρκετά.

8.8.08

T' es où?


Cherchant je me perds...


13.7.08

Sundays


Μέτρησα τον κόσμο δυο φορές
μέσα στα απλά είναι τα ωραία
όπως όταν είμαστε παρέα
τι καλό που κάνει ένας καφές *

* Τάνια.

κι αν είναι κάτι που μου έχει λείψει
- αφόρητα -
στην πόλη αυτή
είναι οι καφέδες και οι βόλτες τα καμμένα κυριακάτικα πρωινά μας...

8.7.08

Δεν θα μάθω αν στη ζωή περισσότερη αξία έχουν οι συμβιβασμοί που καταφέρνουμε να κάνουμε, ή αυτοί που δε θα κάνουμε ποτέ.
Δε θα μάθω γιατί γελάς κρατώντας σφιχτά τη στιγμή που μου έλειψε.
Δε θα μάθω αν η αλήθεια κρύβεται σε 5 φράσεις ασυνάρτητες το πρωί ή σε μία παράγραφο βιαστικά γραμμένη το απόγευμα.
Θα μάθω δυστυχώς γιατί δεν κατάφερες ποτέ να νιώσεις τα γιασεμιά και τη ρετσίνα.
Άκου με.
Θέλω έναν κόσμο πιο απλό να μας ενώνει.

26.6.08

Γιατί ο κόσμος φοράει μαύρα γυαλιά...


...μέσα στο τρένο
που κατηφορίζει από Μαρούσι προς κέντρο
την ώρα της δύσης
βράδυ Τετάρτης;
Τι είναι τελικά
αυτό που φοβάται
να αντικρύσει κατάματα;

26.5.08

(εύθραυστη, ισορροπία)


Η εύθραυστη ισορροπία, να, αυτό. Οξύμωρο; Η ισορροπία σου να στηρίζεται σε κάτι μπαλάκια από χαρτί, τσαλακωμένα άτακτα, χαρτιά με στίχους ονειροπόλους και χαρτιά κενά, και κάτι άλλα, με γράμματα θαμπά και σημεία δυσανάγνωστα. Άκυρα, όλα τους, αν τα ανοίξεις. Άκυρα; Η ισορροπία να προσπαθεί να ισορροπήσει... Αστείο. Δεν το φανταζόσουν, καιρό πριν. Και τα χαρτιά τσαλακωμένα πολύ πρόχειρα και να φοβάσαι να τα πιέσεις παραπάνω. Τρέμεις που θα σε φέρουν πιο κοντά σ'αυτό που απεύχεσαι; Το ξέρεις ότι με την πρώτη θα κυλήσουν μακριά.




Πότε τελευταία φορά ονειρευτήκαμε είπαμε;

5.4.08

Στη σιωπή και στη φυγή

είναι που στην αγάπη μαθητεύεις.

2.4.08

127,127,127


Οι τοίχοι, το κτίριο που πάω, το τρένο που με πάει, οι ψυχές τους, οι καλημέρες μας, το χαμογελό μας, οι κάποιες μέρες μας, η μοναξιά, τα όνειρα, τα γράμματα που γράφω, τα όσα διαγράφω.

127,127,127.

Όχι κι ο ουρανός όμως Θεέ μου, σε παρακαλώ, όχι κι ο ουρανός...


16.3.08

Εκτός


Ένα "γιατί" και ένα "πότε". Και ένα "θα" ενίοτε αλλά κυρίως το γιατί και το πότε. Γιατί-πότε. Γιατί-πότε. Γιατί ποτέ; Κλείσε το παράθυρο να μπει ο ήλιος. Κλείσε, να μπει ο ήλιος. Κλείσε το παράθυρο να μπει. Κλείσε το παράθυρο. Για να μπει ο ήλιος κλείσε το παράθυρο. Κλείσε το παράθυρο, για να μπει ο ήλιος.

Μα τι λες;

Έξω κρεμασμένα κάτι βρεμμένα ερωτηματικά να λιάζονται ώσπου να στεγνώσουν και να φύγουν.

Να φύγουν;

Ξαναπές το μου, δεν το έχω καταλάβει.
Ξανά.

Εκνευρίζομαι. Πέφτω στην παγίδα να σκέφτομαι γιατί δεν έχεις μάθει να δίνεις. Ντρέπομαι. Μην το δεις. Σιχαίνομαι. Ήταν μόνο για λίγο.
Πάει καιρός που ανακάλυψα ότι υστερώ σ'αυτό.

Ξεχνιέμαι απλά, ενώ δε θά'πρεπε. Εκτός σου.

7.3.08

507



Τα λάτρευα τα τρένα, από μικρή.

Ίσως γιατί η γραμμή τους συνέδεε πάντα αυτό που είχα με αυτό που ποθούσα και μου έλειπε(*): Σα φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, σε κάθε ευκαιρία έπαιρνα το τρένο και κατέβαινα στην πρωτεύουσα - ζώντας τώρα εδώ το τρένο είναι πάλι που με οδηγεί πίσω.

Ίσως.

Ίσως όμως και γιατί ορισμένα σημεία τους μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από ταινία, και νιώθεις σαν όλους να τους γνωρίζεις γιατί τους έχεις δει τότε, εκεί, στην ταινία, κι ας μη σε ξέρουν αυτοί. Τους ξέρεις εσύ όλους και φτάνει. Όπως το μπαρ στην αμαξοστοιχία που με πήρε μαζί της στην ανηφόρα για βορρά πριν λίγες μέρες, μουντό, ανήλιαγο, περίεργο. Πότε δεν κατάλαβα τι μου άρεσε τόσο σ'αυτό το underground. -Σαν την τουαλέτα των παλιών αμαξοστοιχιών. Παλιά, σουρεάλ, απίστευτη (στην αρχή του ταξιδιού...). Ακόμα ψάχνω έναν άνθρωπο να συμφωνεί στην εμμονή μου, αμφιβάλλω αν θα τον βρω.-

Ίσως και για τον κόσμο που έχω συναντήσει σ' αυτό. Γι'αυτή την κοπέλα ή το κοπέλι που τύχαινε να πάρει εισιτήριο που οδηγούσε στη διπλανή θέση, που πάντα κοιτούσε και χαμογελούσε αμήχανα και πάντα μιλούσαμε μετά την πρώτη επίσκεψη στο κυλικείο σαν να ήταν προαποφασισμένο, που έπαιρνε παραμάσχαλα φεύγοντας τη φετούλα αυτή της τομής μου τη λεπτή λεπτή αλλά πέρα ως πέρα που είχε καταφέρει να ξεσηκώσει, με το αμήχανο χαμόγελο ξανά και το "ελπίζω να τα ξαναπούμε", ξέροντας πως δε θα γίνει, πως η φετούλα πάει έφυγε, για τη φρασούλα "στο χέρι μας είναι" στο μυαλό και των δυό, πολύ τολμηρή τις περισσότερες φορές ώστε να ειπωθεί (κάποτε λέγεται), γιατί μετά το τρένο και λίγο πριν τον αποχωρισμό είμαστε πια ξένοι, έχει φύγει αυτό που μας ένωνε, ένα νουμεράκι στο εισιτήριο. Για την ίδια κάθε φορά σκέψη πως αν δεν έχω ακόμα μάθει γιατί μπαίνουν στη ζωή μας κάποιοι άνθρωποι για μέρες ή για μήνες, θα έχει άραγε νόημα να αναρωτηθώ για τους συγκατοίκους των μερικών ωρών;

Ίσως ακόμα και για το λατρεμένο τσουκ τσουκ τσουκ πάνω στις γραμμές.

Άσχετο.

Θέλω να πάω στο φοιτητικό μου σπίτι.

Όχι το δικό μου (ποιο φοιτητικό;), εκείνο το άδειο με τους λευκούς τοίχους που αντιπροσωπεύει τα φοιτητικά μου χρόνια. Να βάλουμε μουσική δυνατά, αρκετά δυνατά, όχι πολύ δυνατά, με ανοιχτές μπαλκονόπορτες να ακούγεται σαν βουητό δίπλα, αλλά η μουσική να'ναι ήρεμη, κι όχι ψαγμένη, να, αυτά τα τραγούδια που ακούμε πάντα, αυτά που τραγουδάγαμε πάντα στην παραλία με την κιθάρα, που τα έχουμε ακούσει τόσο που τα έχουμε βαρεθεί, αυτά που έχουν γίνει δεύτερη φύση μας. Και να μιλάμε για εκείνα τα όνειρα που τότε τα είχαμε με την υποψία πως είναι όνειρα, και τώρα που σιγουρευτήκαμε δεν τα έχουμε πια.

Ναι ξέρω, είχα πει πως θα κοιμηθώ 22.00 σήμερα.


(* Πάντα κάτι μου έλειπε. Αυτό το ανικανοποίητο άλλοτε το θεωρούσα προτέρημα κι άλλοτε δυστυχία. Στη φάση αυτή το θεωρώ ευλογία.)

29.2.08

Ανάπνευσε


βαθιά, αργά,
κι άσε επιτέλους να μπει λίγος καθαρός αέρας.

11.2.08

Φλεβάρη,11

Απόψε μετά το μάθημα θα κάνω αυτό που μισώ να κάνουν οι άλλοι. Θα σταθώ αριστερά στην κυλιόμενη του μετρό, και δε θα προχωράω. Γιατί έτσι. Αυτή την κρίση εφηβείας θα την επιτρέψω στον εαυτό μου, αν και στα είκοσι πέντε μου. Πιο πριν θα έχω σταθεί με την πλάτη στη Βουλή ψηλά ψηλά στη σκάλα της πλατείας (δεξιά, στην κολώνα), και θα κοιτάω κάτω. Για ώρα. Θα κοιτώ μια θαμπή εικόνα που θα χαλάνε τα μαλλιά μου μα δε θα τα μαζεύω. Έτσι, μπροστά τα μαύρα μου μαλλιά να πετάνε ακατάστατα και να ξεχτενίζονται και στο φόντο η πλατεία. Το θέμα στο φόντο, γιατί έτσι είναι το λάθος. Η πλατεία βρεμμένη, λασπωμένη, με την κόκκινη καρδιά στη μέση μπροστά στο συντριβάνι. Την κόκκινη καρδιά της υπαίθριας έκθεσης. Δεν είμαι σίγουρη αν θα συνειδητοποιήσω πως ο κόσμος περνάει κουκουλωμένος κι εγώ εκεί, με λεπτή μπλούζα, χωρίς κασκόλ και χωρίς να κρυώνω. Και πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι. Όμορφα τα λέει ο Ελύτης κι εμείς στο σχολείο μελετούσαμε τα πράσινα αίματα. Την περιφρόνησή μου στο Άξιον Εστί μάλλον ακόμα δε θα μου την έχει συγχωρήσει η φιλόλογος... και πόσο με αφορά; Είτε έτσι είτε αλλιώς, εγώ φεύγοντας από την πλατεία θα σταθώ στις σκάλες έστω για μία φορά αριστερά. Έτσι, γιατί μερικοί άνθρωποι τις αδελφές ψυχές τους τις βρίσκουν σπάνια και ίσως και ποτέ.

30.1.08

La Motte Picquet->Commerce->Felix Faure->Boucicaut->Lourmel.


...όπως Σύνταγμα->Ευαγγελισμός->Μέγαρο Μουσικής->Αμπελόκηποι->Πανόρμου...

4 στάσεις από τον κοντινότερο κόμβο, 4 στάσεις η συχνότερη διαδρομή. 4 στάσεις και 2 χρόνια στο πήγαινε έλα, μόνη, με σένα, με παρέα, στο τρέξιμο για το τελευταίο δρομολόγιο. Που τώρα θα γίνει 2.00 τα παρασκευοσάββατα στην Αθήνα, όπως και στο Παρίσι πριν λίγους μήνες. (Για δες... λες να 'ρθουν και τα velibo...)

Μετράς πόσα άλλαξαν και πόσα μείναν ίδια. Μηδέν-ένα. Μηδέν-δύο. Μηδέν-πολλά. Ο γεράκος στη Λουρμέλ με το "Bonjour madame!!" του ακόμα εκεί. Χειμώνα, καλοκαίρι. Το ticket-T έγινε άσπρο, από μωβ. Σωστά: ένα-πολλά. Το "n'importe quoi" των γύρω, ίδιο και απαράλλαχτο, βαραίνει παραπάνω. Η δύναμη της συνήθειας, λες... της τότε... και η μυρωδιά του μετρό. Ναι! η βρώμα, αυτή. Το σήμα κατατεθέν του. Και το "pardon... excusez moi... desolé..." και το σιχτίρισμά σου. Εκεί κι αυτό. Τι να αλλάξει σε μήνες;

Και τότε το Σύνταγμα, ο Ευαγγελισμός, το Μέγαρο, οι Αμπελόκηποι, η Πανόρμου, είναι πια μακριά, πολύ μακριά, μέχρι να ξαναρθούν κοντά, πολύ κοντά.

Αλλά πες μου, γιατί η ζωή να είναι διακριτά κομματάκια κομματάκια;